编辑 έννοια και προφορά

编辑
Απλοποιημένη λέξη
編輯
Παραδοσιακή λέξη

编辑 ελληνικός ορισμός

biān jí

  • επεξεργασία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (biān): επεξεργασία
  • (jí): επεξεργασία