耀眼 έννοια και προφορά

耀眼
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

耀眼 ελληνικός ορισμός

yào yǎn

  • εκθαμβωτικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • 耀 (yào): λάμψη
  • (yǎn): μάτι