耐心 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 耐心 ελληνικός ορισμός nài xīn υπομονετικος HSK level HSK 4 Χαρακτήρες 耐 (nài): ανθεκτικός 心 (xīn): καρδιά Παραδείγματα ποινών με 耐心 教育孩子要有耐心。Jiàoyù háizi yào yǒu nàixīn.