耐心 έννοια και προφορά

耐心
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

耐心 ελληνικός ορισμός

nài xīn

  • υπομονετικος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nài): ανθεκτικός
  • (xīn): καρδιά

Παραδείγματα ποινών με 耐心

  • 教育孩子要有耐心。
    Jiàoyù háizi yào yǒu nàixīn.