耳朵
耳朵 ελληνικός ορισμός
ěr duo
- αυτί
ěr duo
- αυτί
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 耳朵
-
我的耳朵有点疼,要去医院看看。
Wǒ de ěrduǒ yǒudiǎn téng, yào qù yīyuàn kàn kàn.