耳环 έννοια και προφορά

耳环
Απλοποιημένη λέξη
耳環
Παραδοσιακή λέξη

耳环 ελληνικός ορισμός

ěr huán

  • σκουλαρίκι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (ěr): αυτί
  • (huán): δαχτυλίδι