肩膀
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            肩膀 ελληνικός ορισμός
        
            jiān bǎng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ώμος
jiān bǎng
- ώμος
