脱离 έννοια και προφορά

脱离
Απλοποιημένη λέξη
脫離
Παραδοσιακή λέξη

脱离 ελληνικός ορισμός

tuō lí

  • δραπετεύω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tuō): απογείωση
  • (lí): από