臭
臭 ελληνικός ορισμός
chòu
- δύσοσμος
chòu
- δύσοσμος
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 臭, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
臭 (chòu): δύσοσμος
-