若干 έννοια και προφορά

若干
Απλοποιημένη λέξη
若幹
Παραδοσιακή λέξη

若干 ελληνικός ορισμός

ruò gān

  • αρκετά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (ruò): αν
  • (gàn): στεγνός