莫名其妙 έννοια και προφορά

莫名其妙
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

莫名其妙 ελληνικός ορισμός

mò míng qí miào

  • δυσάρεστο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mò): μω
  • (míng): όνομα
  • (qí): του
  • (miào): εκπληκτικός