蛋糕
蛋糕 ελληνικός ορισμός
dàn gāo
- κέικ
dàn gāo
- κέικ
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 蛋糕
-
你饿了吗?先吃块蛋糕吧。
Nǐ èle ma? Xiān chī kuài dàngāo ba.