衬衫
襯衫
衬衫 ελληνικός ορισμός
chèn shān
- πουκάμισο
chèn shān
- πουκάμισο
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 衬衫
-
今天我穿这件衬衫。
Jīntiān wǒ chuān zhè jiàn chènshān.