警察 έννοια και προφορά

警察
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

警察 ελληνικός ορισμός

jǐng chá

  • αστυφύλακες

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jǐng): αστυνομία
  • (chá): παρατηρώ

Παραδείγματα ποινών με 警察

  • 警察正在进行调查。
    Jǐngchá zhèngzài jìnxíng diàochá.
  • 我从小就想成为一名警察。
    Wǒ cóngxiǎo jiù xiǎng chéngwéi yī míng jǐngchá.