证明 έννοια και προφορά

证明
Απλοποιημένη λέξη
證明
Παραδοσιακή λέξη

证明 ελληνικός ορισμός

zhèng míng

  • αποδεικνύω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhèng): πιστοποιητικό
  • (míng): λαμπρός

Παραδείγματα ποινών με 证明

  • 事实证明,你是对的。
    Shì shí zhèngmíng, nǐ shì duì de.