说服
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        說服
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                说服 ελληνικός ορισμός
        
            shuō fú
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - πείθω
shuō fú
- πείθω
