说话 έννοια και προφορά

说话
Απλοποιημένη λέξη
說話
Παραδοσιακή λέξη

说话 ελληνικός ορισμός

shuō huà

  • μιλώ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shuō): λένε
  • (huà): λόγια

Παραδείγματα ποινών με 说话

  • 喂?你请说话!
    Wèi? Nǐ qǐng shuōhuà!
  • 他们在说话。
    Tāmen zài shuōhuà.
  • 李教授说话非常幽默。
    Lǐ jiàoshòu shuōhuà fēicháng yōumò.
  • 他和王先生说话呢。
    Tā hé wáng xiānshēng shuōhuà ne.