调查 έννοια και προφορά

调查
Απλοποιημένη λέξη
調查
Παραδοσιακή λέξη

调查 ελληνικός ορισμός

diào chá

  • επισκόπηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (diào): αρμονία
  • (chá): έλεγχος

Παραδείγματα ποινών με 调查

  • 警察正在进行调查。
    Jǐngchá zhèngzài jìnxíng diàochá.
  • 我刚做了一个顾客满意度调查。
    Wǒ gāng zuòle yīgè gùkè mǎnyì dù tiáo chá.