贩卖 έννοια και προφορά

贩卖
Απλοποιημένη λέξη
販賣
Παραδοσιακή λέξη

贩卖 ελληνικός ορισμός

fàn mài

  • πουλώ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fàn): πουλώ
  • (mài): πουλώ