贪婪 έννοια και προφορά

贪婪
Απλοποιημένη λέξη
貪婪
Παραδοσιακή λέξη

贪婪 ελληνικός ορισμός

tān lán

  • άπληστος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tān): άπληστος
  • (lán): απληστος