购物 έννοια και προφορά

购物
Απλοποιημένη λέξη
購物
Παραδοσιακή λέξη

购物 ελληνικός ορισμός

gòu wù

  • ψώνια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gòu): αγορά
  • (wù): τα πράγματα

Παραδείγματα ποινών με 购物

  • 购物可以在网上付款。
    Gòuwù kěyǐ zài wǎngshàng fùkuǎn.
  • 现在人们喜欢在网上购物。
    Xiànzài rénmen xǐhuān zài wǎngshàng gòuwù.