走漏 έννοια και προφορά

走漏
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

走漏 ελληνικός ορισμός

zǒu lòu

  • διαρροή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zǒu): πηγαίνω
  • (lòu): διαρροή