走私 έννοια και προφορά

走私
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

走私 ελληνικός ορισμός

zǒu sī

  • λαθρεμπόριο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zǒu): πηγαίνω
  • (sī): ιδιωτικός