超市 έννοια και προφορά

超市
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

超市 ελληνικός ορισμός

chāo shì

  • σουπερμάρκετ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chāo): υπερ
  • (shì): πόλη

Παραδείγματα ποινών με 超市

  • 我去超市买点儿菜。
    Wǒ qù chāoshì mǎidiǎn er cài.
  • 这家超市里的东西比较便宜。
    Zhè jiā chāoshì lǐ de dōngxī bǐjiào piányí.
  • 超市里有很多种新鲜水果。
    Chāoshì li yǒu hěnduō zhǒng xīnxiān shuǐguǒ.
  • 超市里有各种水果。
    Chāoshì li yǒu gè zhǒng shuǐguǒ.