跑步 έννοια και προφορά

跑步
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

跑步 ελληνικός ορισμός

pǎo bù

  • τρέξιμο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pǎo): τρέξιμο
  • (bù): βήμα

Παραδείγματα ποινών με 跑步

  • 和弟弟跑步吧。
    Hé dìdì pǎobù ba.
  • 我每天早上都跑步。
    Wǒ měitiān zǎoshang dōu pǎobù.
  • 因为……下雨了,因为……我没去跑步。
    Yīnwèi……xià yǔle, yīnwèi……wǒ méi qù pǎobù.
  • 我们比赛跑步吧。
    Wǒmen bǐsài pǎobù ba.
  • 我每天跑步减肥。
    Wǒ měitiān pǎobù jiǎnféi.