跟前 έννοια και προφορά

跟前
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

跟前 ελληνικός ορισμός

gēn qián

  • μπροστά απο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gēn): με
  • (qián): πριν