辛苦 έννοια και προφορά

辛苦
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

辛苦 ελληνικός ορισμός

xīn kǔ

  • σκληρά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xīn): ξιν
  • (kǔ): πικρός

Παραδείγματα ποινών με 辛苦

  • 爸爸的工作很辛苦。
    Bàba de gōngzuò hěn xīnkǔ.