过(助词) έννοια και προφορά

过(助词)
Απλοποιημένη λέξη
過(助詞)
Παραδοσιακή λέξη

过(助词) ελληνικός ορισμός

guo

  • pass (σωματίδιο)

HSK level


Χαρακτήρες

  • (guò): πέρασμα