迷人 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 迷人 ελληνικός ορισμός mí rén γοητευτικός HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 迷 (mí): ανεμιστήρας 人 (rén): ανθρωποι