迷路 έννοια και προφορά

迷路
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

迷路 ελληνικός ορισμός

mí lù

  • άντε χάσου

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mí): ανεμιστήρας
  • (lù): δρόμος

Παραδείγματα ποινών με 迷路

  • 是这个方向吗?我觉得我们迷路了。
    Shì zhège fāngxiàng ma? Wǒ juédé wǒmen mílùle.
  • 他在森林里迷路了。
    Tā zài sēnlín lǐ mílùle.