逃避 έννοια και προφορά

逃避
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

逃避 ελληνικός ορισμός

táo bì

  • διαφυγή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (táo): διαφυγή
  • (bì): αποφύγει