通过 έννοια και προφορά

通过
Απλοποιημένη λέξη
通過
Παραδοσιακή λέξη

通过 ελληνικός ορισμός

tōng guò

  • με

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tōng): διά μέσου
  • (guò): πέρασμα

Παραδείγματα ποινών με 通过

  • 通过一段时间的学习,我的汉语水平提高了
    Tōngguò yīduàn shíjiān de xuéxí, wǒ de hànyǔ shuǐpíng tígāo le
  • 我已经通过了考试。
    Wǒ yǐjīng tōngguòle kǎoshì.