配偶 έννοια και προφορά

配偶
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

配偶 ελληνικός ορισμός

pèi ǒu

  • σύζυγος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pèi): αγώνας
  • (ǒu): εγώ