配合 έννοια και προφορά

配合
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

配合 ελληνικός ορισμός

pèi hé

  • συνεργάζονται

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pèi): αγώνας
  • (hé): συνδυασμός