酒精 έννοια και προφορά

酒精
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

酒精 ελληνικός ορισμός

jiǔ jīng

  • αλκοόλ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiǔ): λικέρ
  • (jīng): πρόστιμο