销售 έννοια και προφορά

销售
Απλοποιημένη λέξη
銷售
Παραδοσιακή λέξη

销售 ελληνικός ορισμός

xiāo shòu

  • εκπτώσεις

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xiāo): καρφίτσα
  • (shòu): πουλώ