间接 έννοια και προφορά

间接
Απλοποιημένη λέξη
間接
Παραδοσιακή λέξη

间接 ελληνικός ορισμός

jiàn jiē

  • έμμεσος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiān): μεταξύ
  • (jiē): μαζεύω