隔离 έννοια και προφορά

隔离
Απλοποιημένη λέξη
隔離
Παραδοσιακή λέξη

隔离 ελληνικός ορισμός

gé lí

  • απομόνωση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gé): ξεχωριστός
  • (lí): από