难免 έννοια και προφορά

难免
Απλοποιημένη λέξη
難免
Παραδοσιακή λέξη

难免 ελληνικός ορισμός

nán miǎn

  • αναπόφευκτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nán): δύσκολος
  • (miǎn): ελεύθερος