集中 έννοια και προφορά

集中
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

集中 ελληνικός ορισμός

jí zhōng

  • συμπυκνωμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jí): σειρά
  • (zhōng): σε