雇佣 έννοια και προφορά

雇佣
Απλοποιημένη λέξη
雇傭
Παραδοσιακή λέξη

雇佣 ελληνικός ορισμός

gù yōng

  • ενοικίαση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gù): ενοικίαση
  • (yōng): επιτροπή