雕刻 έννοια και προφορά

雕刻
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

雕刻 ελληνικός ορισμός

diāo kè

  • γλυπτική

HSK level


Χαρακτήρες

  • (diāo): σκάλισμα
  • (kè): σκαλιστός