雕塑 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 雕塑 ελληνικός ορισμός diāo sù γλυπτική HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 雕 (diāo): σκάλισμα 塑 (sù): πλαστική ύλη