面包 έννοια και προφορά

面包
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

面包 ελληνικός ορισμός

miàn bāo

  • ψωμί

HSK level


Χαρακτήρες

  • (miàn): επιφάνεια
  • (bāo): πακέτο

Παραδείγματα ποινών με 面包

  • 面包很新鲜,没有坏。
    Miànbāo hěn xīnxiān, méiyǒu huài.
  • 面包已经卖完了。
    Miànbāo yǐjīng mài wánliǎo.