顺便
順便
顺便 ελληνικός ορισμός
shùn biàn
- παρεμπιπτόντως
shùn biàn
- παρεμπιπτόντως
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 顺便
-
下班的路上,我顺便买了些菜。
Xiàbān de lùshàng, wǒ shùnbiàn mǎile xiē cài.