顺利 έννοια και προφορά

顺利
Απλοποιημένη λέξη
順利
Παραδοσιακή λέξη

顺利 ελληνικός ορισμός

shùn lì

  • ομαλά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shùn): αποφεύγω
  • (lì): κέρδος

Παραδείγματα ποινών με 顺利

  • 比赛进行得很顺利。
    Bǐsài jìnxíng dé hěn shùnlì.