频繁 έννοια και προφορά

频繁
Απλοποιημένη λέξη
頻繁
Παραδοσιακή λέξη

频繁 ελληνικός ορισμός

pín fán

  • συχνά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pín): συχνότητα
  • (fán): περίπλοκος