颤抖 έννοια και προφορά

颤抖
Απλοποιημένη λέξη
顫抖
Παραδοσιακή λέξη

颤抖 ελληνικός ορισμός

chàn dǒu

  • τρόμος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chàn): τρόμος
  • (dǒu): σέικ