飞机 έννοια και προφορά

飞机
Απλοποιημένη λέξη
飛機
Παραδοσιακή λέξη

飞机 ελληνικός ορισμός

fēi jī

  • αεροσκάφος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēi): πετώ
  • (jī): μηχανή

Παραδείγματα ποινών με 飞机

  • 我明天坐飞机去北京。
    Wǒ míngtiān zuò fēijī qù běijīng.
  • 我是坐飞机来中国的。
    Wǒ shì zuò fēijī lái zhōngguó de.
  • 我坐飞机去北京。
    Wǒ zuò fēijī qù běijīng.
  • 他在下飞机呢。
    Tā zàixià fēijī ne.
  • 我坐飞机去中国。
    Wǒ zuò fēijī qù zhōngguó.