饥饿 έννοια και προφορά

饥饿
Απλοποιημένη λέξη
饑餓
Παραδοσιακή λέξη

饥饿 ελληνικός ορισμός

jī è

  • πείνα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jī): πεινασμένος
  • 饿 (è): πεινασμένος