饭店 έννοια και προφορά

饭店
Απλοποιημένη λέξη
飯店
Παραδοσιακή λέξη

饭店 ελληνικός ορισμός

fàn diàn

  • εστιατόριο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fàn): ρύζι
  • (diàn): κατάστημα

Παραδείγματα ποινών με 饭店

  • 有三个饭店。
    Yǒu sāngè fànguǎn.
  • 中午我们去饭店吃吧。
    Zhōngwǔ wǒmen qù fàndiàn chī ba.
  • 在这家饭店吃饭,饮料免费。
    Zài zhè jiā fàndiàn chīfàn, yǐnliào miǎnfèi.
  • 这是一家很高级的饭店。
    Zhè shì yījiā hěn gāojí de fàndiàn.